- σηματόεις
- σημᾰτ-όεις, εσσα, εν, (A
σῆμα 3
) full of tombs,χθών AP7.628
(Crin.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σῆμα 3
) full of tombs,χθών AP7.628
(Crin.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σηματόεις — εσσα, εν, Α (για τόπο) γεμάτος τάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῆμα, ατος + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
σηματόεσσα — σηματόεις full of tombs fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)